- τέρην
- -ε(ι)να, -εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή2. (κατ' επέκτ.) μαλακός3. (για ήχο) απαλός4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ-ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο και το ουσ. τέρ-υ-ς «ασθενής λεπτός» (βλ. λ. τρύω), ανάγονται στη ρίζα *ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο) και παρουσιάζουν εναλλαγή στα επιθήματα -υ-ς, -εν- (πρβλ. τέρην, τέρε[ι]να) και -εσ- (σιγμόληκτη μορφή που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -τερής, πρβλ. κυκλο-τερής). Η σύνδεση τών τ. με το λατ. tener «λεπτός» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.